- κατώρυξ
- ο, η (Α κατῶρυξ, -ώρυχος και κατωρυχής, -ές)νεοελλ.το ξύλο στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο έδαφος μόλις αρχίσουν οι εργασίες κατασκευήςαρχ.1. αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («ἀγορή... λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῑα», Ομ. Οδ.)2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος («ἐλθὼν κόρην μὲν ἐκ κατώρυχος στέγης ἄνες», Σοφ.)3. αυτός που κατοικεί μέσα στο έδαφος («κατώρυχες δ' ἔναιον», Αισχύλ.)4. το θηλ. ως ουσ. ἡ κατῶρυξα) σπήλαιο («κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι», Σοφ.)β) κρυμμένος θησαυρός («χρυσοῡ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες», Ευρ.)γ) κλάδος φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό, καταβολάδα.
Dictionary of Greek. 2013.